εμπίμπλημι

εμπίμπλημι
ἐμπίμπλημι και ἐμπίπλημι (AM)
1. γεμίζω ώς επάνω
2. γεμίζω με κάτι («ἐμπίπληθι ῤέεθρα ὕδατος», Ιλ.)
3. ταΐζω κάποιον, τόν χορταίνω
4. ικανοποιώ
5. εκπληρώνω
6. μέσ. τρώω πολύ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐμπίμπλημι — ἐμπίπλημι pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέμπληστος — η, ο (Α ἀνέμπληστος, ον) [εμπίμπλημι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν χορταίνει, ο άπληστος 2. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να γεμίσει με κάτι αρχ. φρ. «ἀνέμπληστον θέαμα» θέαμα που δεν χορταίνει να το βλέπει κανείς …   Dictionary of Greek

  • ενί — (I) ἐνί και με αναστροφή ἔνι (Α) ποιητ. τ. αντί ἐν*. Ως α συνθετικό με πολλά ρήματα, όπως π.χ. ενιβάλλω, ενιβλάπτω, ενιδρομώ, ενιζεύγνυμι, ενιθνήσκω, ενιπάλλομαι, ενιπίμπλημι κ.λπ., τα οποία είναι ποιητ. τ. αντί εμβάλλω, εμβλάπτω, ενδρομώ,… …   Dictionary of Greek

  • ενιπίμπλημι — ἐνιπίμπλημι (Α) επικ. τ. τού εμπίμπλημι* …   Dictionary of Greek

  • κατεμπίμπλημι — (Α) επιτ. τ. τού εμπίμπλημι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐμ πίμπλημι «γεμίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προεμπίμπλαμαι — Α είμαι εντελώς γεμάτος εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐμπίμπλημι «γεμίζω ώς επάνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσεμπίπλημι — Α γεμίζω με κάτι επιπροσθέτως («προσεμπλήσουσι τὰς γνώμας τῶν πλουσίων ταῑς ἡδοναῑς τῶν ἀμέτρων ἐπαίνων», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπίμπλημι «γεμίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ԶՄԱՅԼԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0739 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 14c ձ. Վայելել առատապէս ʼի քաղցրութիւն ըմպելեաց. առնուլ զճաշակ լցուցիչ բաղձանաց. որ եւ նմանութեամբ ուտելեաց ԸՄԲՈՇԽՆԵԼ եւս ասի. ըստ յն. լիանալ, լնուլ ցյագուրդ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՅԱԳԻՄ — (եցայ, գի՛ր, գերո՛ւք կամ գեցարո՛ւք.) NBH 2 0313 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c ձ. ՅԱԳԻՄ կամ ՅԱԳԵՆԱՄ. χορτάζομαι , κορεννύμι, πλήθομαι, ἑμπίμπλημι, πληρόομαι satior, saturor, impleor, repleor. Անցուցանել զանձինն զքաղց. կշտապինդ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”